- κενεμβάτησις
- κενεμβάτησις, ἡ (Α) [κενεμβατώ]ιατρ.1. η διείσδυση σε κοιλότητα2. η διάλειψη τού σφυγμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κενεμβατήσει — κενεμβάτησις piercing of a cavity fem nom/voc/acc dual (attic epic) κενεμβατήσεϊ , κενεμβάτησις piercing of a cavity fem dat sg (epic) κενεμβάτησις piercing of a cavity fem dat sg (attic ionic) κενεμβατέω step on emptiness aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεμβάτησιν — κενεμβάτησις piercing of a cavity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κενεμβασίη — κενεμβασίη, ἡ (Μ) κενεμβάτησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + ἐμβασία «δίοδος, είσοδος»] … Dictionary of Greek
κενεμβατήσεως — κενεμβατήσεω̆ς , κενεμβάτησις piercing of a cavity fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεμβατήσῃ — κενεμβατήσηι , κενεμβάτησις piercing of a cavity fem dat sg (epic) κενεμβατέω step on emptiness aor subj mid 2nd sg κενεμβατέω step on emptiness aor subj act 3rd sg κενεμβατέω step on emptiness fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)